- συνναύτης
- και δωρ. τ. συνναύτας, ὁ, Α [ναύτης]1. αυτός που ανήκει στο πλήρωμα τού ίδιου πλοίου με κάποιον άλλο2. μέλος συντεχνίας ψαράδων3. μέλος θιάσου λατρευτών τής Ίσιδος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνναύτης — shipmate masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνναυτῶν — συνναύτης shipmate masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνναῦται — συνναύτης shipmate masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνναύταις — συνναύτης shipmate masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνναύταισι — συνναύτης shipmate masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνναύτας — συνναύτᾱς , συνναύτης shipmate masc acc pl συνναύτᾱς , συνναύτης shipmate masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυνναυτῶν — συνναυτῶν , συνναύτης shipmate masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυνναῦται — συνναῦται , συνναύτης shipmate masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνναύταν — συνναύτᾱν , συνναύτης shipmate masc acc sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)